- Ἀχελῴω
- ἈχελώιοςAchelousmasc nom/voc/acc dualἈχελώιοςAchelousmasc gen sg (doric aeolic)Ἀχελῷοςmasc nom/voc/acc dualἈχελῷοςmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀχελῴῳ — Ἀχελώιος Achelous masc dat sg Ἀχελῷος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκυγας — Το κυριότερο ακραίο οστό της σπονδυλικής στήλης. Έχει επίπεδο, τριγωνικό σχήμα και ενώνεται με την κάτω επιφάνεια του ιερού οστού. Ο κ. σχηματίζεται από τη συνένωση των τελευταίων τεσσάρων έως έξι σπονδύλων, οι οποίοι είναι ατροφικοί. Η βάση του… … Dictionary of Greek